κεμαδοσσόος

κεμαδοσσόος
κεμᾰδοσσόος, ον,
A chasing deer, Nonn.D.5.230,46.147.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεμαδοσσόος — κεμαδοσσόος, ον (Α) αυτός που κυνηγάει ελάφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεμάς, άδος + σσόος (< σεύω «κυνηγώ»), πρβλ. βοο σσόος, ιππο σσόος] …   Dictionary of Greek

  • κεμαδοσσόος — chasing deer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμαδοσσόον — κεμαδοσσόος chasing deer masc/fem acc sg κεμαδοσσόος chasing deer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμαδοσσόε — κεμαδοσσόος chasing deer masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμάς — κεμάς, άδος και ποιητ. τ. κεμμάς, και στον Ησύχ. κεμφάς, ἡ (Α) μικρό, νεαρό ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kem «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμάς προέκυψε είτε από κάποιον αμάρτυρο τ. *κέμος, με θ. σε ο, αντίστοιχο τού αρχ. ινδ. śama «χωρίς κέρατα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”